σόρβο

σόρβο
Φυτό της υποοικογένειας των πομοειδών ή μηλοειδών της οικογένειας των Ροδιδών, που φτάνει σε ύψος 10-15 μ. Λέγεται και σόρβος ή σουρβιά. Οι καρποί του τρώγονται. Προέρχεται από την Ασία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στην Ευρώπη και σήμερα το συναντούμε σε άγρια κατάσταση. Υπάρχουν πολλά είδη σ. τα οποία καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά φυ- τά. Η σ. αριθμεί 12 περίπου είδη, δεντρύλλια ή θάμνους που φυτρώνουν στις εύκρατες περιοχές του βόρειου ημισφαίριου. Στην Ευρώπη είναι γνωστά δύο είδη: Η σ. των πτηνών. Πρόκειται για μικρό δέντρο ύψους 8 μ. με ίσιο κορμό και γυαλιστερό φλοιό. Τα φύλλα του έχουν 13 έως 17 ξεχωριστά φυλλάρια σε φτερωτή διάταξη, με ένα ακραίο φυλλάριο. Τα άνθη εμφανίζονται το Μάιο και έχουν χρώμα λευκό. Παράγει πάρα πολλούς σφαιρικούς κόκκινους καρπούς που είναι στυφοί και δεν τρώγονται από τον άνθρωπο, αρέσουν όμως στα πουλιά. Υπάρχουν πολλές ποικιλίες της σ. των πτηνών οι οποίες διαφέρουν στο χρώμα των φύλλων (πορφυρό βαθύ, χρυσοκίτρινο κ.ά.). Η σ. των πτηνών καλλιεργείται για καλλωπιστικούς σκοπούς. Η σ. η ήρεμη. Το είδος αυτό φτάνει σε ύψος τα 10 μ. Τα φύλλα της είναι χνουδωτά στην κάτω επιφάνεια. Οι καρποί της είναι μαλακοί. Όταν ωριμάσουν, έχουν πικρόξινη ή γλυκιά γεύση και περιέχουν βιταμίνη C και 4-13% σάκχαρο. Τρώγονται νωποί. Χρησιμοποιούνται επίσης στη ζαχαροπλαστική και στην ποτοποιία (λικέρ, βότκα). Η σ. η ήμερη ζει έως 200 χρόνια. Μερικά είδη της καλλιεργούνται. Το ξύλο της χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία και αλλού. Ο φλοιός της περιέχει έως 14% τανίνη. Σόρβος η αρία, που παράγει κόκκινους εδώδιμους καρπούς. Σόρβος ο ήμερος. Οι καρποί του μαζεύονται άγουροι.
* * *
και σούρβο, το, Ν [σόρβος]
βοτ. ο εδώδιμος καρπός ορισμένων ειδών τού γένους σόρβος και ιδίως τού είδους Sorbus domestica, κν. γνωστού ως ήμερη σορβιά ή σκουρουχιά ή, απλώς, σουρβιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σουρβιά — Κοινό όνομα με το οποίο είναι γνωστό κυρίως το φυτό σόρβος ο ήμερος, αλλά και μερικά ακόμα είδη του γένους σόρβος, που υπάγεται στην οικογένεια των Ροδιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκαται για δεντρύλλια ή μεγάλους θάμνους, που παράγουν κανονικά άνθη με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”